κατορύττουσιν

κατορύττουσιν
κατορύσσω
bury
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
κατορύσσω
bury
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
κατορύ̱ττουσιν , κατορύσσω
bury
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
κατορύ̱ττουσιν , κατορύσσω
bury
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατορύσσω — (ΑΜ κατορύσσω, Α αττ. τ. κατορύττω) σκάβω τη γη και θάβω κάτι μέσα σ αυτήν, σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα σ αυτόν («τοὺς δὲ ἀνοσίους... εἰς πηλόν τινα κατορύττουσιν ἐν Ἅιδου», Πλάτ.) μσν. αρχ. αποσιωπώ, αποκρύπτω («κατορύττειν καὶ ἀνορύττειν τῷ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”